Σύνταξη άρθρου:  Άννα Τσολάκογλου

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ουρανός

 

 

Τα λουτρά γενικώς

Από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (17ος-12ος αι. π.Χ / 1.600-1.100 π.Χ), αρχαιολογικά ευρήματα, όπως πήλινες ορθογώνιες μπανιέρες και πήλινοι λουτήρες αποδεικνύουν την χρήση του λουτρού σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Η χρήση αυτή τους φαίνεται να γενικεύεται κατά τους Αρχαϊκούς και Κλασσικούς χρόνους, οπότε και για πρώτη φορά τα τότε «ιαματικά» λουτρά καθιερώθηκαν σε δημόσια κτίρια, όπως τα γυμνάσια και τα θεραπευτήρια, τα οποία άρχισαν να εμφανίζονται από τον 5ο αιώνα π.Χ. Τα λουτρά αυτά θεωρούνταν ότι έχουν θεραπευτικές ιδιότητες. Πρώτοι που ασχολήθηκαν με τις πηγές και τα μεταλλικά νερά υπήρξαν σημαντικοί αρχαίοι Έλληνες γιατροί, φυσικοί, ιστορικοί και γεωγράφοι. Ο ιστορικός Ηρόδοτος, που ήταν ο πρώτος παρατηρητής των ιαματικών νερών, προηγήθηκε του Ιπποκράτη, και περιέγραψε μάλιστα αρκετές ιαματικές πηγές. Τα λουτρά, στους Ελληνιστικούς χρόνους, και κατά τον 3ος αιώνα π.Χ κυρίως, αποκτούν μια πιο πλούσια διαρρύθμιση με περισσότερους θαλάμους-αίθουσες, τους θόλους. Πολυτελέστεροι γίνονται κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, όπου πια τα λουτρά μετονομάζονται σε «θέρμες» (1ος αιώνας π.Χ). Εκεί οι πολίτες μπορούσαν επιπλέον να ασκούνται, να διαβάζουν και να παρακολουθούν διαλέξεις και πολλά άλλα. Ακόμα, περιλαμβάνουν σύστημα θέρμανσης με καμίνια και λέβητες. Τα λουτρά των Βυζαντινών χρόνων δεν παρουσιάζουν διαφορές από τα ρωμαϊκά στη βασική τους διάρρύθμιση ούτε και στις λειτουργίες τους. Την εκτίμηση όλων των κοινωνικών τάξεων για τα λουτρά οι Βυζαντινοί την κληροδότησαν στους Οθωμανούς. Αυτοί συνέχισαν την παράδοση και έφτιαξαν πολλά δικά τους, στα οποία ανήκει και το «Λουτρό των Αέρηδων» στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας.

Φωτό: Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης

Το «Λουτρό των Αέρηδων», στην Πλάκα της Αθήνας, χρονολογείται κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας (1430-1669). Ένα τμήμα του που κατασκευάστηκε στην οδό Λυσίου ονομαζόταν τότε «Χαμάμ του Αμπίντ εφέντη», και γνωρίζουμε γι’ αυτό, από μελέτες αποκατάστασης μνημείων, ότι κατά τη διάρκεια της Επανάστασης υπέστη φθορές. Επί βασιλείας Όθωνα, το λουτρό επισκευάστηκε. Επιπλέον προστέθηκαν αποδυτήρια με έντονο το νεοκλασσικό στοιχείο, στην οδό Κυρρήστου. Σε αυτή τη μορφή παρέμεινε και συνέχισε να λειτουργεί αδιάλειπτα μέχρι το 1965. Παρέμεινε κλειστό έως το 1999, οπότε και ύστερα από επεμβάσεις συντήρησης και αποκατάστασης του μνημίου λειτουργεί ως μουσειο.

 

Τα οθωμανικά χαμάμ

Τα ατμόλουτρα – χαμάμ (hammam) της οθωμανικής περιόδου αποτελούσαν τυπικό χαρακτηριστικό του ισλαμικού κόσμου. Σύμφωνα με το Κοράνι, οι αμαρτίες της ψυχής εξαλείφονταν με το λούσιμο, γι’ αυτό και θεωρούνταν επιβεβλημένο. Αποτελούσε μια διαδικασία εξαγνισμού, από την οποία δεν έπρεπε να εξαιρείται κανένας πιστός, εάν δεν ήθελε να τον θεωρούν αμαρτωλό (σε αντίθεση με τα χαμάμ, τα ιαματικά λουτρά των αρχαίων Ελλήνων, δεν είχαν χαρακτήρα καθαρισμού της ψυχής από τις αμαρτίες. Οι οι πολίτες τα επέλεγαν για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες). Στα ιδιωτικά λουτρά δεν ήταν δυνατή η πρόσβαση των πολιτών, εξαιτίας των δυσμενών οικονομικών συνθηκών της εποχής, καθώς και των συνθηκών ύδρευσης. Κατά την περίοδο αυτή, τα λουτρά ήταν δύο κατηγοριών: είτε μονά, όπου τα δύο φύλα έμπαιναν διαδοχικά το ένα μετά το άλλο, είτε διπλά, όπου τα δύο φύλα έμπαιναν ταυτόχρονα στις αίθουσες αλλά σε διαφορετικά διαμερίσματα. Τα χαμάμ διαδέχονταν ιστορικά τις ρωμαϊκές θέρμες και τα βυζαντινά λουτρά, διαχωρίζονταν όμως από τα τότε ιαματικά λουτρά (τα λεγόμενα «κάπλιτζα», «kaplica»), αφού τα πρώτα, δηλαδή τα χαμάμ, περιλάμβαναν δεξαμενή εμβάπτισης, τη λεγόμενη χαβούζα, καθώς και μια μικρή δεξαμενή εμβάπτισης στο κέντρο του αποδυτηρίου. Τέτοιου είδους διαφοροποιήσεις παρατηρούνταν στις χώρες εκείνες που αναπτύχθηκε η κουλτούρα των λουτρών, όπως η Τουρκία, η Συρία, η Αίγυπτος κ.ά. .

Όσον αφορά στη λειτουργία των λουτρών, οι λουόμενοι ακολουθούσαν τη συγκεκριμένη και τυπική διαδικασία του οθωμανικού λουτρού. Αρχικά, εισέρχονταν στον ψυχρό χώρο όπου βρίσκονταν τα αποδυτήρια. Εκεί, τους υποδεχόταν το προσωπικό, στο πατάρι που βρισκόταν εντός του αποδυτηρίου. Έπειτα, οι λουόμενοι, αφού πρώτα προσαρμόζονταν, στη συνέχεια έμπαιναν στο χλιαρό χώρο. Καθώς θερμαινόταν σταδιακά αυτός ο χώρος, με τους ατμούς, το προσωπικό του λουτρού τούς πρόσφερε καθαρισμό και φροντίδα. Εκεί υπήρχαν γούρνες με ζεστό και κρύο νερό. Στο κέντρο του χώρου φάνταζε σε ύψωμα η ομφαλική πέτρα, όπου παρέχονταν οι μαλάξεις από τους υπαλλήλους. Οι παραπάνω διαδικασίες αντίστροφα οδηγούσαν στην έξοδο.

Το σύστημα θέρμανσης στα οθωμανικά λουτρά περιλάμβανε υπόγειους καυστήρες που θέρμαιναν τη χλιαρή και θερμή αίθουσα του λουτρού. Η δεξαμενή του νερού συνδεόταν με το ζεστό τμήμα και είχε ανεξάρτητη πρόσβαση από το δρόμο, ώστε να εφοδιάζεται άμεσα και εύκολα με τα απαραίτητα καύσιμα. Το νερό θερμαινόταν στο χάλκινο καζάνι που βρισκόταν στο δάπεδο της δεξαμενής, και, διαμέσου εντοιχισμένων σωλήνων, εφοδίαζε τις γούρνες.

Όπως προαναφέρθηκε, οι αίθουσες των λουτρών στεγάζονταν σε θόλους, συνήθως ημικυκλικούς, που θεωρούνταν γνωστό οικοδομικό σχήμα στην αρχιτεκτονική των οθωμανικών χρόνων. Το φως στα λουτρά παρεχόταν με φυσικό τρόπο, μέσω οπών φωτισμού σε πολυγωνικό, κυκλικό ή αστεροειδές σχήμα, τις λεγόμενες »φεγγίδες», οι οποίες ήταν διαμορφωμένες σε ομόκεντρους κύκλους και σκεπάζονταν με φυσητό γυαλί.

Γνωστό οθωμανικό χαμάμ συναντούμε επίσης και στα Άνω Πετράλωνα, στην οδό Δημοφώντος 97. Αν και το συγκεκριμένο χαμάμ έχει ως προσθήκη νεοκλασσική πρόσοψη, είναι πολύ παλαιότερο και το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού του δεν είναι χτιστό αλλά σκαλισμένο σε βράχο.

 

 

Ολοκληρώνοντας αυτή μας τη διαδρομή στα χαμάμ της οθωμανικής περιόδου, περιερχόμενοι στα ενδότερα των καθημερινών συνηθειών των ανθρώπων της εποχής, ερχόμαστε σε μία αμεσότερη επαφή με τα στοιχεία του πολιτισμού τους και τη γενικότερη κουλτούρα τους, με αποτέλεσμα να προσεγγίζουμε πιο σφαιρικά την ιστορική πραγματικότητα. Έτσι, η διδασκαλία της ιστορίας γίνεται πιο ρεαλιστική και επωφελής για όλους.

Σήμερα που στα σπίτια μας έχουμε ατομικά λουτρά, δεν αντιλαμβανόμαστε άμεσα την κοινωνική και πολιτιστική αυτή αξία των λουτρών στις προγενέστερες εποχές, και γι’ αυτό το λόγο αξίζει όχι μόνο να τα συντηρούμε, αλλά και να τα επισκεπτόμαστε!

 

Βιβλιογραφία:

Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης

Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών

 

 

Ηλ. Ταχ.: [email protected]

Άννα Τσολάκογλου

Φιλόλογος, Γλωσσολόγος, Μεταπτυχιακή Ειδικός στις Αλληλεπιδράσεις των Πολιτισμών και των Πολιτιστικών Τοπικοτήτων