Το Αρχοντικό των Μπενιζέλων
Σύνταξη άρθρου: Ματίνα Δαμιανάκη
Επιμέλεια άρθρου: Κωνσταντίνος Ουρανός
Ανηφορίζοντας από την Πλατεία Μοναστηρακίου προς την οδό Ανδριανού, η οποία ακόμα και σήμερα ακολουθεί στο μεγαλύτερο μέρος της τα ίχνη της αρχαίας οδού, στον αριθμό 96, συναντάμε ένα κτίσμα ιδιαίτερο. Πίσω λοιπόν από τις παλιές πόρτες και τον μαντρότοιχο βρίσκεται το πιο παλιό σωζόμενο αθηναϊκό σπίτι, το αρχοντικό της οικογένειας των Μπενιζέλων.
Ποιοι ήταν οι Μπενιζέλοι
Οι άρχοντες της πόλης μνημονεύονται σε πηγές του 16ου αιώνα, χωρίς ωστόσο να κατονομάζονται. Από πηγές των αιώνων που ακολουθούν γνωρίζουμε ότι από τις παλαιότερες, πλουσιότερες και ισχυρότερες αρχοντικές οικογένειες είναι η οικογένεια Μπενιζέλου, γόνος της οποίας ήταν και η οσία Φιλοθέη. Στα χρόνια της μετοικεσίας των Αθηναίων στην Πελοπόννησο (1688-1691), όταν οι Βενετοί χώρισαν τους Αθηναίους εποίκους σε τέσσερις τάξεις, με βάση την προγενέστερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση στη γενέτειρά τους, οι Μπενιζέλοι κατατάχθηκαν στην πρώτη τάξη, σύμφωνα με έγγραφα των ετών 1690-1691. Αργότερα, με την επιστροφή στην Αθήνα, γόνοι της οικογένειας διακρίθηκαν σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ως δημογέροντες (προεστοί), νοτάριοι (γραμματείς της κοινότητας), αλλά και ως άνθρωποι των γραμμάτων, διδάσκαλοι κ.ά. . Σημαντικός υπήρξε ο ρόλος μελών της οικογένειας και κατά την Επανάσταση του 1821.
Γόνος της οικογένειας από τη μητέρα του (δισέγγονος του Ιωάννη Μπενιζέλου, περ. 1735-1807) υπήρξε και ο διπλωμάτης, βιβλιόφιλος και συγγραφέας Ιωάννης Γεννάδιος (1844-1932), η προσωπική βιβλιοθήκη του οποίου αποτέλεσε τον πυρήνα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης στην Αθήνα. Ο Γεννάδιος που διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο, συνέγραψε μεταξύ άλλων εκτενή μελέτη για την οικογένεια Μπενιζέλου και την οσία Φιλοθέη.
Η Οσία Φιλοθέη
Η Ρεβούλα Μπενιζέλου (1545-1589), όπως ήταν το κοσμικό όνομα της οσίας Φιλοθέης, με το είδος της δράσης της και την εμβέλεια του έργου της δεν προκάλεσε μόνο το ενδιαφέρον των συμπατριωτών της και του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά απασχόλησε επιπλέον τις ανώτατες αρχές του οθωμανικού κράτους αλλά και της αντίπαλής του τότε δύναμης, της Βενετίας.
Γόνος μιας από τις παλαιότερες αρχοντικές οικογένειες των Αθηνών, διέθετε μεγάλη περιουσία. Αφού έμεινε χήρα σε νεαρή ηλικία, αφιερώθηκε στον μοναχισμό. Ίδρυσε τη μονή του Αγίου Ανδρέα, γύρω στο 1571, –εκεί όπου βρίσκεται σήμερα η Αρχιεπισκοπή Αθηνών– και μετόχια, στα Πατήσια, στην Καλογρέζα και στην Κέα. Το μοναστήρι της, με 100 έως 150 μοναχές, και τα μετόχια (σε ιταλικές πηγές της εποχής (h)ospedali-hospitali), παρείχαν στέγη, τροφή και περίθαλψη σε φτωχούς και ασθενείς αλλά και καταφύγιο σε σκλάβους και δυστυχείς μουσουλμάνες, οι οποίες μάλιστα συχνά ασπάζονταν το Χριστιανισμό. Αντιδρώντας στη δράση αυτή της Φιλοθέης, οι οθωμανικές αρχές προκάλεσαν βίαιη σε βάρος της επίθεση, η οποία λίγους μήνες αργότερα την οδήγησε στο θάνατο.
Χάρη στο πλούσιο κοινωνικό, φιλανθρωπικό και πνευματικό της έργο, η οσία απολάμβανε την αποδοχή των χριστιανών συμπατριωτών της, οι οποίοι –μητροπολίτης, κληρικοί και άρχοντες– την υποστήριξαν το 1583, όταν ζήτησε οικονομική βοήθεια για τη μονή της από τις ανώτατες αρχές της Βενετίας, αλλά και απηύθυναν αίτημα στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως μετά το θάνατό της, για να αναγνωριστεί ως οσία (1598-1601). Η οσία Φιλοθέη υπήρξε σπουδαία προσωπικότητα του καιρού της, κάτι που αντικατοπτρίζεται στη φήμη που είχε τόσο στην εποχή της όσο και κατά τους μετέπειτα αιώνες. Είναι αξιοσημείωτο ότι υπήρξε μία από τις ελάχιστες γυναίκες νεομάρτυρες, που αναγνωρίστηκαν ως τέτοιες, κατά την Τουρκοκρατία.
Το Αρχοντικό
Το σπίτι των Μπενιζέλων, που ανεγέρθηκε πιθανότατα στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, είναι το τελευταίο σωζόμενο κονάκι στην Αθήνα και ένα από τα λίγα παραδείγματα ανάλογων αρχοντικών που σώζονται στη νότια Ελλάδα.
Πρόκειται για ένα διώροφο κτίσμα με λιθόκτιστο ισόγειο και ξύλινη ανωδομή που διαθέτει δύο αυλές. Από το εσωτερικό του έχει κανείς άμεση πρόσβαση προς τη βόρεια αυλή, προς την οποία υφίσταται τοξωτή στοά στο ισόγειο και ξύλινο χαγιάτι στον όροφο. Στη νότια πλευρά ήταν διαμορφωμένος, όπως φαίνεται ο κήπος του αρχοντικού. Σε αυτόν τον χώρο, όπου βλέπει και κλειστός εξώστης (σαχνισί, στην τουρκική), φθάνει κανείς από τη βόρεια αυλή μέσα από ένα διαβατικό. Οι πλάγιες όψεις του αρχοντικού, ανατολικά και δυτικά, ήταν κάποτε ελεύθερες, καθώς εκεί εντοπίζονται παράθυρα που έφραξαν νεότερες οικοδομές. Γενικά η αρχική ιδιοκτησία πρέπει να ήταν πολύ ευρύτερη. Μάλλον εμπεριείχε την περιοχή προς νότο, όπου έχει εντοπιστεί ένα μεσαιωνικό ελαιοτριβείο, ενώ το ισόγειο του κτίσματος φαίνεται πως συνεχιζόταν προς τα ανατολικά, ίσως με μονώροφο κτίσμα με ταράτσα.
Στο ισόγειο των Μπενιζέλων χωροθετούνται, ως συνήθως σε αυτές τις οικίες, βοηθητικές λειτουργίες και εγκαταστάσεις που αφορούν σε οικονομικές δραστηριότητες αλλά και στα της οικιακής οικονομίας του σπιτιού. Έχουν εντοπιστεί μεγάλα πιθάρια για την αποθήκευση σιτηρών, λαδιού και οίνου, καθώς και σύστημα από πατητήρια και δοχεία για τον μούστο. Στην αυλή του αρχοντικού υπάρχει πηγάδι και στο πλάι της σκάλας νιπτήρας – κρήνη, δύο στοιχεία που συνδέονται με τη διασφάλιση του νερού για οικιακές ανάγκες και χαρακτηρίζουν τα αρχοντόσπιτα της εποχής.
Ο όροφος συνιστά τον κύριο χώρο διαβίωσης, αποτελούμενος από τον οντά (η μονάδα του δωματίου για όλες τις καθημερινές δραστηριότητες) και το χαγιάτι (ένα ανοιχτό πέρασμα προς τα δωμάτια, με καθιστικά –σοφάδες– στα άκρα του και τον ορτά -σοφά στο κέντρο του). Στο αρχοντικό των Μπενιζέλων υπάρχουν δύο οντάδες, ο χειμερινός με τζάκι και ο θερινός. Οι οντάδες διαθέτουν σειρές μικρών σχετικά παραθύρων με φεγγίτες από πάνω τους. Χαρακτηριστικό των χώρων του ορόφου είναι η ευέλικτη επίπλωση και εσωτερική διαμόρφωση, που στη διάρκεια της ημέρας μπορούν να αλλάζουν για να ανταποκριθούν σε διαφορετικές ανάγκες. Οι προσεγμένες ξυλοκατασκευές και τα δείγματα ξυλόγλυπτης διακόσμησης που απαντούν σε αυτόν είναι συνήθεις στα κονάκια της περιόδου.
Το Κονάκι
Η κάτοψη του ορόφου του αρχοντικού το κατατάσσει στην ομάδα των αρχοντικών αστικών κατοικιών που κυριαρχούν στις οθωμανικές πόλεις από τα μέσα ήδη του 17ου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, τόσο στα Βαλκάνια όσο και στη Μικρά Ασία. Τα κονάκια, όπως αποκαλούνται, παρέχουν κύρος και ασφάλεια στον ιδιοκτήτη τους. Είναι συχνά πολυδαίδαλα συγκροτήματα, των οποίων ο όροφος είναι κατά βάση ξύλινος -λιθόκτιστοι τοίχοι ορίζουν δύο ή τρεις πλευρές του κτηρίου. Τα δύο κύρια συστατικά για τη σύνθεση της κάτοψης του ορόφου τους είναι η μονάδα του δωματίου, ο οντάς, και ο ημιυπαίθριος μεταβατικός χώρος, το χαγιάτι. Επίσης, διέθεταν αυλή που ευνοούσε την υπαίθρια ζωή στο εσωτερικό της οικίας, αλλά περικλειόταν με υψηλό μαντρότοιχο που προστάτευε τον ιδιωτικό χώρο και έκλεινε απέξω τους ξένους. Στέγες με φαρδιά γείσα επιστέφουν αυτά τα κτίσματα με την πλούσια ογκοπλασία, ενώ σειρές παραθύρων και φεγγιτών διαλύουν τις όψεις τους.
Αυτού του τύπου η κατοικία υιοθετείται από την κοινωνική ελίτ της οθωμανικής αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης της επαρχιακής αριστοκρατίας, ανεξάρτητα από τα τοπικά ήθη, το θρήσκευμα και τις εθνοτικές ιδιαιτερότητες. Συνιστά ένα διεθνικό μοντέλο αρχοντόσπιτου που μεταφέρεται από το κέντρο στα πιο απόμακρα σημεία του κράτους και μπολιάζει τις τοπικές παραδόσεις. Η αρχιτεκτονική αυτή θα αποτελέσει το πλαίσιο ζωής και δημιουργίας της ανερχόμενης αστικής τάξης της εποχής.
Η Αναστήλωση του Αρχοντικού
Η αποκατάσταση του μνημείου κατά τα έτη 2008, 2009 με συγχρηματοδότηση από το Γ’Κ.Π.Σ. επικεντρώθηκε στην προβολή του αρχοντικού του 18ου αιώνα, ώστε να αναδειχθούν τα αυθεντικά μορφολογικά στοιχεία κι ο χαρακτήρας της προεπαναστατικής αρχοντικής αστικής κατοικίας, σπάνιο δείγμα της οποίας στον ελλαδικό χώρο είναι το κονάκι των Μπενιζέλων. Παράλληλα, ελήφθη μέριμνα για τη διατήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων που αποκαλύφθηκαν στο υπέδαφος της αυλής και των κατωγίων και τεκμηριώνουν τη διαχρονική ιστορία του χώρου –κυρίως του υστερορωμαϊκού τείχους που μαρτυρά τη θέση της περιοχής στην τοπογραφία της αρχαίας πόλης, αλλά και της μεσαιωνικής δεξαμενής και των μεγάλων πίθων που πιθανότατα ανάγονται στη βυζαντινή περίοδο.
Η μελέτη αποκατάστασης εκπονήθηκε από τους Γιάννη Κίζη, Κλήμη Ασλανίδη και Χριστίνα Πινάτση, αρχιτέκτονες, Ελευθερία Τσακανίκα, πολιτικό μηχανικό και Χρήστο Ζόμπολα, μηχανολόγο, μετά από σχετική ανάθεση που τους έγινε από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, στην οποία έχει παραχωρηθεί η χρήση του ακινήτου από το Υπουργείο Πολιτισμού στην ιδιοκτησία του οποίου συνεχίζει να βρίσκεται.
Στο πλαίσιο εφαρμογής της ανωτέρω μελέτης, στερεώθηκε ο φέρων οργανισμός του κτηρίου, συντηρήθηκαν τα οικοδομικά στοιχεία του και διατηρήθηκαν στο μέγιστο δυνατό τα παλιά μέλη, ώστε να διασφαλιστεί η αυθεντικότητα του μνημείου. Ταυτόχρονα διατηρήθηκαν και τεκμήρια των κατά καιρούς επεμβάσεων που αποτυπώνουν την ιστορία του.
Αρκετές βέβαια δεκαετίες πριν, κατά το 1979-1980, έγινε από τους αρχιτέκτονες Γιάννη Κίζη και Κωνσταντίνο Μυλωνά -στο πλαίσιο σύμβασης έργου με το Υπουργείο Πολιτισμού- αναλυτική αποτύπωση του μνημείου, η οποία αναδείκνυε την ακριβή σύνθεση και την αυθεντική τυπολογία του, απαραίτητη προϋπόθεση και για την αποκατάστασή του. Ακολούθησαν αποξηλώσεις νεώτερων επεμβάσεων και οι πρώτες στερεωτικές εργασίες που επέτρεψαν την πλήρη αποκρυπτογράφηση της οικοδομικής του ιστορίας. Το 1988 έγιναν και τα σχέδια του αποκαλυφθέντος ξύλινου σκελετού του αρχοντικού από τους πολιτικούς μηχανικούς Ελευθερία Τσακανίκα και Στρατή Λαζούρα, για τη διπλωματική τους εργασία στο Ε.Μ.Π. . Όλο αυτό το σχεδιαστικό υλικό αξιοποιήθηκε για τη σύνταξη της μελέτης αποκατάστασης του μνημείου.
Πρόσβαση στο Αρχοντικό-Μουσείο
Το μουσείο δυστυχώς είναι ανοιχτό μόνο: Τρίτη- Πέμπτη 10:00-13:00 και Κυριακή 11:00-16:00. Η είσοδος είναι ελεύθερη και αντί εισιτηρίου ο επισκέπτης μπορεί να κάνει μια μικρή προσφορά στα ιδρύματα της Μητρόπολης. Είναι δε προσβάσιμο από Α.μ.Ε.Α., καθώς διαθέτει ανελκυστήρα για τη μετάβαση στον α΄όροφο.
Πηγές
Μ. Γ. Μπίρης (2003). Αθηναϊκή αρχιτεκτονική 1875-1925, Εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ
Ηλ. Ταχ.: [email protected]
Νιόβη Καραπέτση
Αρχαιολόγος
Σωσάννα Πλευριά
Αρχαιολόγος