Ιερά Μονή Δαφνίου
Σύνταξη άρθρου: Ματίνα Δαμιανάκη
Η Αττική κατά τη Βυζαντινή/Μεσαιωνική περίοδο υπήρξε ένας τόπος με πλούσια ιστορία και συνεχή καλλιτεχνική και οικοδομική δραστηριότητα. Οι βυζαντινοί ναοί της Αθήνας, και στο Κέντρο και στην ευρύτερη περιοχή της, ιδιωτικές κατοικίες και δημόσια κτήρια, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, νομίσματα, έργα τέχνης καθώς και κείμενα της εποχής μαρτυρούν μια ζώσα και δραστήρια εποχή. Σημαντικά υπήρξαν και τα μοναστήρια της Αττικής, τα οποία και πολλά ήταν και σπουδαία για την εποχή τους. Ένα από τα ωραιότερα και προβεβλημένα, ιδιαιτέρου κάλλους, καλλιτεχνικής και αρχιτεκτονικής αξίας μεγάλης είναι η Ιερά Μονή Δαφνίου.
Η τοποθεσία της Μονής
Στις παρυφές του άλσους Χαϊδαρίου, αριστερά της Ιεράς Οδού, σε απόσταση 11 χιλιομέτρων από το κέντρο της Αθήνας δεσπόζει το καθολικό της Μονής Δαφνίου. Η Μονή Δαφνίου ιδρύθηκε επί της Ιεράς Οδού, που από πάντα οδηγούσε από την Αθήνα στην Ελευσίνα. Ιδρύθηκε πιθανότατα στη θέση όπου βρισκόταν ο ναός του Δαφναίου Απόλλωνα, από όπου προέρχεται η ονομασία της. Από ανασκαφές, που έχουν διενεργηθεί στον χώρο, έχουν βρεθεί διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία εικάζεται ότι ανήκαν στον αρχαίο ναό. Σύμφωνα με άλλη άποψη, το Δαφνί πήρε το όνομά του από τις δάφνες που φύονται άφθονες στην περιοχή.
Η ίδρυση της Μονής και η πορεία της στο πέρασμα των χρόνων
Η μονή ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα πάνω στα ερείπια του ναού του Δαφναίου Απόλλωνα, ο οποίος είχε καταστραφεί από τους Γότθους το 395 μ.Χ. . Η χρονολογία ίδρυσης της Μονής Δαφνίου δεν είναι δυνατόν να ορισθεί με απόλυτη βεβαιότητα. Οι περισσότεροι ερευνητές, ανάγουν την ίδρυση του μοναστηριού στον 6ο αιώνα, δηλαδή στα παλαιοχριστιανικά χρόνια, περίοδος κατά την οποία στην Αθήνα χτίστηκαν πολλές εκκλησίες και πολλοί ειδωλολατρικοί ναοί μετατράπηκαν σε χριστιανικούς, λόγω της εξάπλωσης του χριστιανισμού, μετά την ανακήρυξή του σε επίσημη θρησκεία του βυζαντινού κράτους από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’. Για να γίνει εξαγνισμός των αρχαίων ναών και ιερών, επιβλήθηκε η μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες. Κάποιοι κίονες ιωνικού ρυθμού του αρχαίου ναού χρησιμοποιήθηκαν και πάλι. Σήμερα έχει διασωθεί μόνο ένας, ενώ οι υπόλοιποι κλάπηκαν και μεταφέρθηκαν στο Λονδίνο από τον Λόρδο Έλγιν.
Για τους επόμενους αιώνες (7ος, 8ος και 9ος ) δεν υπάρχει καμία πληροφορία για την τύχη της Μονής, μιλάμε δηλαδή για τη σκοτεινή περίοδο της Μονής Δαφνίου.
Η Μονή θα έρθει ξανά στο προσκήνιο όταν το 1080 μ.Χ. ένας άγνωστος δωρητής ήρθε και καθάρισε τα ερείπια της παλαιοχριστιανικής βασιλικής και ανοικοδόμησε τον καινούριο ναό. Η κωνσταντινουπολίτικη επίδραση που παρατηρείται τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στην ψηφιδωτή διακόσμηση του καθολικού της μονής, έχει οδηγήσει τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι ο δωρητής ήταν κάποιος υψηλά ιστάμενος αξιωματούχος ή κάποιος αυτοκράτορας, που πιθανόν κάλεσε τεχνίτες από την Πόλη.
Μετά τη λεηλασία της μονής από τους Σταυροφόρους το 1205, ο Όθων ντε λα Ρος, Δούκας των Αθηνών, την παραχώρησε σε Γάλλους μοναχούς. Οι Γάλλοι μοναχοί ανοικοδόμησαν τον εξωνάρθηκα, πρόσθεσαν έναν περίβολο γύρω από το μοναστήρι καθώς και άλλες αλλαγές. Παρέμειναν έως και τον 15ο αιώνα, μέχρι και την εκδίωξή τους από τους Τούρκους.
Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Τούρκους, το 1458, το μοναστηριακό συγκρότημα αποδόθηκε και πάλι στους ορθοδόξους μοναχούς, οι οποίοι οικοδόμησαν στον μικρό περίβολο διώροφα κτήρια με κελιά και τραπεζαρία, αποθήκες και περιμετρική στοά.
Δυτικά του εξωνάρθηκα προσκολλήθηκε στους όψιμους χρόνους της Τουρκοκρατίας παρεκκλήσι με την αψίδα του Ιερού προς Βορρά, το οποίο κατασκευάσθηκε από τη Συντεχνία των Μπακάληδων.
Μετά την Επανάσταση του 1821 -κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά ως φρουραρχείο – και την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους (1830), η Μονή ερημώθηκε και τελικά εγκαταλείφθηκε, για να μετατραπεί σταδιακά σε αρχαιολογικό χώρο, αφού στέγασε για μικρό χρονικό διάστημα στρατώνα των βαυβαρικών στρατευμάτων (1838-1839), καθώς και το Δημόσιο Ψυχιατρείο (1883-1885).
Τα χαρακτηριστικά της Μονής
Η Μονή βρίσκεται εντός τετράγωνου περιβόλου, με πύργους, επάλξεις και δύο πύλες εξόδου, στην ανατολική και στη δυτική πλευρά. Στο εσωτερικό του περιβόλου δεσπόζει το Καθολικό. Στα βόρεια βρίσκονται τα ερείπια της Τράπεζας και παράλληλα προς τις τέσσερις πλευρές του περιβόλου τα ερείπια των κελιών των μοναχών. Η ανατολική και δυτική πτέρυγα, που αναπτύσσονται νότια του Καθολικού, αποτελούν βοηθητικά κτίσματα της Μονής, των οποίων, λόγω των συχνών μετασκευών και παρεμβάσεων, είναι δύσκολο να οριοθετηθεί χρονικά η αρχική φάση κατασκευής. Στα δυτικά της Μονής βρίσκεται υπόγεια κινστέρνα, με υπόγειο δίκτυο αγωγών, που επικοινωνούσε με πηγάδια έξω από τη Μονή. Σώζονται επίσης ερείπια υπόκαυστου. Στα νότια του αύλειου χώρου της Μονής, ερείπια υπόστυλων αιθουσών, δεν έχουν ακόμα ταυτιστεί με ασφάλεια με κάποιο κτήριο του μοναστηριού.
Το Καθολικό της Μονής
Το Καθολικό της Μονής, που είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, έχει οικοδομηθεί στα τέλη του 11ου αιώνα μ.Χ., πάνω σε παλαιοχριστιανικό ναό του 6ου αιώνα. Στο σχέδιο ακολουθεί τον σύνθετο οκταγωνικό τύπο ναού και διαθέτει νάρθηκα και εξωνάρθηκα. Πάνω από τον νάρθηκα, στο ύψος της στέγης, υπήρχε όροφος, που χρησίμευε ως κατοικία του ηγούμενου ή βιβλιοθήκη. Ο εξωνάρθηκας προστέθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα και είχε τη μορφή ανοικτής στοάς με ιωνικούς κίονες στην πρόσοψη, πιθανότατα προερχόμενοι από κάποιο ερειπωμένο ρωμαϊκό κτίσμα της περιοχής. Στους χρόνους της Φραγκοκρατίας, αρχές 13ου αιώνα, οι Φράγκοι Κινστερκιανοί μοναχοί, στην κατοχή των οποίων βρέθηκε το μοναστήρι, πραγματοποίησαν ανακατασκευή του εξωνάρθηκα, ύστερα από ζημιές που προκλήθηκαν από ισχυρό σεισμό. Έτσι, ο εξωνάρθηκας απέκτησε τα οξυκόρυφα τόξα και την ελικοειδή σκάλα στον βόρειο εξωτερικό του τοίχο. Άλλη μία παρέμβαση των Κιστερκιανών μοναχών, ήταν η μετατροπή της υπόγειας κρύπτης, κάτω από το νάρθηκα, σε μαυσωλείο για την ταφή των Δουκών του Δουκάτου της Αθήνας. Το Καθολικό έχει κτιστεί με φροντίδα και ακρίβεια. Οι ήρεμες επιφάνειες των τοίχων του βεβαιώνουν ότι κτίστηκε από σπουδαίο εργαστήριο της ελλαδικής σχολής. Στη σύνδεση του κτηρίου με εργαστήριο της ελλαδικής σχολής, συνηγορούν οι μεγάλοι δόμοι που σχηματίζουν σταυρούς, η ζώνη των οποίων φτάνει μέχρι την ποδιά των παραθύρων. Από τη ζώνη των παραθύρων και πάνω αρχίζει η πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία, η οποία χαρακτηρίζεται για την κανονικότητα και τη λιτότητά της. Με βάση το λιτό κεραμοπλαστικό διάκοσμο, το μνημείο χρονολογείται γύρω στο 1080 μ.Χ. .
Ο διάκοσμος του Καθολικού – Τα ψηφιδωτά
Η ψηφιδωτή διακόσμηση της Μονής Δαφνίου χρονολογείται στα τέλη του 11ου αιώνα και εκφράζει μία από τις τρεις τεχνοτροπικές τάσεις της μνημειακής ζωγραφικής της περιόδου αυτής. Πιο συγκεκριμένα στα ψηφιδωτά της Μονής Δαφνίου εισάγεται για πρώτη φορά στη μνημειακή ζωγραφική η κλασική παράδοση, δείγματα της οποίας είχαμε πρωτοδεί μόνο στη ζωγραφική χειρογράφων των χρόνων της Μακεδονικής Αναγέννησης, δηλαδή τον 10ο αιώνα. Για πρώτη φορά λοιπόν βλέπουμε τις μεθόδους και το ύφος της κλασικής και ελληνιστικής τέχνης, τέχνης ουμανιστικής, γεμάτης χάρη και ομορφιά, να εφαρμόζονται με τόση συνέπεια και συστηματικότητα, γεγονός το οποίο μαρτυρά την κλασική παιδεία των ζωγράφων και τη θητεία τους σε κάποιο εργαστήριο της πρωτεύουσας. Μόνο ο Παντοκράτορας στον τρούλο, μερικοί Προφήτες από το τύμπανο του τρούλου, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στην Πρόθεση και ο Άγιος Νικόλαος στο Διακονικό, μαρτυρούν διαφορετική καταγωγή προτύπων αντικλασικής παράδοσης. Κατά τα άλλα στα ψηφιδωτά του Καθολικού απηχείται η αναβίωση των κλασικών προτύπων στους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς πυρήνες διανόησης της πρωτεύουσας, που ακολούθησε τον θρίαμβο της ορθοδοξίας ύστερα από την περίοδο της εικονομαχίας, και έγινε ιδιαίτερα αισθητή την περίοδο της Δυναστείας των Μακεδόνων, μέχρι και τους χρόνους της Δυναστείας των Κομνηνών. Εκτός από την εισαγωγή της νέας τεχνοτροπίας στην απόδοση των τοπίων και των μορφών, εντοπίζονται και άλλες δύο καινοτομίες, που αφορούν στο εικονογραφικό πρόγραμμα της εκκλησίας. Στον ναό βλέπουμε να μειώνεται η απεικόνιση μεμονωμένων αγίων, ενώ απουσιάζουν οι μοναχοί και οι άγιες γυναίκες. Παράλληλα υπάρχει προτίμηση στις ευαγγελικές σκηνές, αφηγηματικού χαρακτήρα. Με λίγα λόγια στο Δαφνί κυριαρχεί το αφηγηματικό στοιχείο επί του ιεραρχικού-λειτουργικού. Οι συνθέσεις από τον Κύκλο των Παθών και της Ανάστασης είναι περισσότερες, γεγονός που αποδεικνύει ότι τώρα ενδιαφέρει περισσότερο η ανθρώπινη πλευρά του δράματος. Η δεύτερη καινοτομία είναι ότι το εικονογραφικό πρόγραμμα εμπλουτίζεται με σκηνές από το βίο της Παναγίας, καθώς το Καθολικό είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Παναγίας.
Ο Περίβολος
Η μονή προστατευόταν από ισχυρό περίβολο τετραγωνικής κάτοψης, πλευράς περίπου 97 μέτρων και ύψους 8 μέτρων με περίδρομο πλάτους 1,6 μέτρων, δηλαδή εσωτερικό διάδρομο που επέτρεπε την κίνηση κατά μήκος του τείχους, στο ύψος των 6 μέτρων. Είχε οχυρωματικό χαρακτήρα. Ο περίδρομος υποστηριζόταν από τυφλή τοξοστοιχία. Το τείχος επιστεφόταν σε ολόκληρο το μήκος του από επάλξεις, ενώ η πορεία του διακοπτόταν κατά τακτά διαστήματα από πύργους τετράγωνης κάτοψης. Τρεις από αυτούς έχουν σωθεί μέχρι σήμερα και βρίσκονται στη βόρεια πλευρά του περιβόλου. Η κύρια πύλη του μοναστηριού βρισκόταν στο μέσον της δυτικής πλευράς του περιβόλου, απέναντι από την είσοδο του καθολικού. Προστατευόταν από οχυρωματικό πύργο, ο οποίος υψωνόταν από πάνω της και ενισχυόταν και από δύο πλευρικούς προμαχώνες. Έτσι, για να εισέλθει κανείς στην αυλή της μονής, έπρεπε να περάσει από το διαβατικό, καμαροσκέπαστο διάδρομο μήκους 6 μέτρων, που ανοιγόταν κάτω από τον πύργο. Μικρότερη πύλη υπήρχε και στο μέσο της ανατολικής πλευράς του περιβόλου. Αυτή είναι και η είσοδος που χρησιμοποιείται σήμερα για το μοναστήρι. Η οχύρωση της θέσης ήταν επιβεβλημένη καθώς το σημείο της Μονής ήταν στρατηγικό για την είσοδο προς την Αθήνα.
Τα Κελιά των μοναχών
Στο βόρειο τείχος του μοναστηριού του Δαφνίου έχουν εντοπιστεί ίχνη που προδίδουν την ύπαρξη κελιών. Στη δυτική πλευρά του περιβόλου τα κελιά δεν ήταν προσκολλημένα στον περίβολο, αλλά βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από αυτόν, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται ένας στενός διάδρομος. Στα νότια του καθολικού υπάρχει ομάδα κελιών με στοές, τα οποία είναι χτισμένα γύρω από μικρή τετράγωνη αυλή. Αυτά τα κατασκεύασαν οι Κιστερκιανοί μοναχοί και τα αναδιαμόρφωσαν οι ορθόδοξοι κατά τον 16ο αιώνα.
Η Τράπεζα και το Μαγειρείο
Στο Δαφνί ο χώρος αυτός εντοπίζεται σε μακρόστενο αψιδωτό οικοδόμημα μήκους 28,7 μέτρων στα βόρεια του καθολικού. Ο προσανατολισμός του ήταν ίδιος με αυτόν του καθολικού. Οι τοίχοι, που σώζονταν σε ύψος περίπου 1,7 μέτρων είχαν χτιστεί με τρόπο και υλικά ανάλογα με αυτά που είχαν χρησιμοποιηθεί στην ανέγερση του καθολικού, γεγονός που τοποθετεί την ανοικοδόμηση της τράπεζας στον 11ο αιώνα. Η αίθουσα στεγαζόταν από καμαροσκεπή, που στηριζόταν σε ενισχυτικά τόξα κατά μήκος των μακρών πλευρών. Το κυκλικό κτίσμα που έχει εντοπιστεί προσκολλημένο στη βόρεια πλευρά της τράπεζας ήταν κατά πάσα πιθανότητα το μαγειρείο της μονής.
Ο Λουτρώνας
Η ύπαρξη λουτρικού συγκροτήματος σε ένα μοναστήρι δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο. Όταν υπήρχε δήλωνε ακμή και ευημερία. Από τα λουτρά του Δαφνίου έχουν σωθεί μόνο τα υπόκαυστα, που εντοπίστηκαν στα νοτιοδυτικά του καθολικού. Η ανοδομή είναι πλήρως κατεδαφισμένη. Η είσοδος στον χώρο γινόταν από τα δυτικά.
Η Κινστέρνα
Στα νοτιοδυτικά του καθολικού έχει εντοπιστεί ορθογώνια υπόγεια δεξαμενή συλλογής του βρόχινου νερού. Η στέρνα έχει διαστάσεις 13,3×4,95 μέτρα, βάθος περίπου 7 μέτρων και χωρητικότητα 300 κυβικά μέτρα. Βρίσκεται κάτω από τα κελιά του 16ου αιώνα, έχει προσανατολισμό ΝΑ-ΒΔ και βρίσκεται στη συμβολή (μισγάγκειαν) δύο κλιτύων.
Η Ορθογώνια Αίθουσα
Στα νότια του καθολικού βρίσκονται τα ερείπια μιας στενόμακρης ορθογώνιας αίθουσας διαστάσεων 23×6,5 μέτρων με προσανατολισμό Α-Δ, τυπική μεσοβυζαντινή τοιχοδομία και δάπεδο στρωμένο με πήλινες πλάκες. Κατά μήκος του βόρειου και του νότιου τοίχου υπήρχαν κίονες. Τα διαθέσιμα στοιχεία όμως δεν επιτρέπουν τον καθορισμό της χρήσης της.
Ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Νικολάου
Μέσα στο δάσος που απλώνεται στα ανατολικά του περιβόλου της μονής Δαφνίου έχει εντοπιστεί το ερειπωμένο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου. Είχε χτιστεί την ίδια εποχή με το καθολικό και φαίνεται ότι αποτελούσε τον κοιμητηριακό ναό της μονής. Ο Άγιος Νικόλαος είναι μια μικρή θολωτή βασιλική χτισμένη κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοδομίας. Κάτω από τον ναΐσκο εντοπίστηκε υπόγεια κρύπτη. Εκεί είχαν κατασκευαστεί γύρω από κεντρικό διάδρομο τρία τετράγωνα οστεοφυλάκια επιστεφόμενα με καμάρες (αρκοσόλια) και σκεπασμένα με λίθινες πλάκες.
Η αποκατάσταση της Μονής
Οι εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του συγκροτήματος και συντήρησης του ψηφιδωτού διακόσμου του καθολικού άρχισαν από τα τέλη του 19ου αιώνα, το 1888 και συνεχίσθηκαν κατά διαστήματα μέχρι σήμερα από την Αρχαιολογική Εταιρεία αρχικά και στη συνέχεια από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Οι εργασίες συνολικής αποκατάστασης της Μονής εντατικοποιήθηκαν μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1999. Πρόσφατα, με χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ 2007-2013, ολοκληρώθηκε το έργο αποκατάστασης του Καθολικού της Μονής, το οποίο υλοποιήθηκε από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, το έργο συντήρησης του ψηφιδωτού διακόσμου του ναού, από τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων, καθώς και η πρώτη φάση αποκατάστασης των τειχών του μεγάλου περιβόλου της Μονής, από την Α’ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, στην οποία υπάγεται η Μονή.
Η εντυπωσιακή αρχιτεκτονική της και η ιδιαίτερη ψηφιδωτή διακόσμηση του ναού της μονής, την καθιστούν ένα από τα πλέον εξαιρετικά μνημεία της βυζαντινής τέχνης. Από το 1990, το μνημείο περιλαμβάνεται στον Κατάλογο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, μαζί με τη Μονή Οσίου Λουκά, στο Στείρι Βοιωτίας, και τη Νέα Μονή της Χίου. Οι τρεις αυτές μονές μαζί θεωρείται πως δίνουν την πλήρη εικόνα της Μεσοβυζαντινής εκκλησιαστικής, και όχι μόνο, τέχνης.
Πηγές
Παύλος Λαζαρίδης, Σύντομος Εικονογραφημένος Αρχαιολογικός Οδηγός της Μονής Δαφνίου, Αθήνα Εκδοτικός Οίκος Hannibal.
Νικόλαος Γκιολές 1992, Βυζαντινή Ναοδομία (600- 1204), Εκδόσεις Καρδαμίτσα.
Μονή Δαφνίου – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΙ
Ηλ. Ταχ.: [email protected]
Ματίνα Δαμιανάκη
Αρχαιολόγος – Δημοσιογράφος