Η μοναξιά της φύσης, δώρο της καραντίνας
Σύνταξη άρθρου: Μαρία Γάλλου
Επιμέλεια άρθρου: Κωνσταντίνος Ουρανός
Ένα μικρό οδοιπορικό στην ιδιαίτερή μου πατρίδα, τη Μεσσηνία.
Η ημέρα των γενεθλίων συνεπάγεται κάτι διαφορετικό για καθέναν. Για μερικούς είναι ευκαιρία υπερκατανάλωσης γλυκισμάτων και απόλαυσης της προσοχής φίλων και οικείων. Για άλλους είναι μια ημέρα απολογισμού και ανασκόπησης των περασμένων χρόνων. Τα δικά μου γενέθλια φέτος γιορτάστηκαν εν μέσω καραντίνας και οι προσδοκίες μου ήταν χαμηλές εξ αρχής. Δεν προσδοκούσα χορούς και γλέντια όμως θεωρώ ότι αυτές οι μέρες πρέπει να «ξοδεύονται με χαρά» με τα αγαπημένα σου πρόσωπα, τους σημαντικούς Άλλους, όποιους όρισε τέλος πάντων ο Θεός να με συνοδεύουν στην καραντίνα. Τουλάχιστον αυτό πίστευα ότι θα συνέβαινε φέτος.
Το κάστρο της Μεθώνης
Από απραξία και ανία, μπήκα νωρίτερα από ό,τι θα έπρεπε στο αμάξι και ξεκίνησα για το ζαχαροπλαστείο της Μεθώνης, όπου θα παραλάμβανα την τούρτα που είχα παραγγείλει. Ο δρόμος ήταν έρημος σαν να προοικονομούσε την υπόλοιπη μοναχική ημέρα και να με περιέπαιζε, για τα φετινά μου γενέθλια. Φτάνοντας στο κατάστημα, η πωλήτρια με ενημέρωσε ότι η παραγγελία μου δεν ήταν έτοιμη ακόμα και θα έπρεπε να επιστρέψω σε μια ώρα. Βγήκα λοιπόν από το ζαχαροπλαστείο και άρχισα να ψάχνω τις επιλογές μου για να σκοτώσω τον χρόνο μου. Καθώς έστριψα στον δρόμο, άνοιξε το τοπίο μπροστά μου και φανερώθηκε το κάστρο της Μεθώνης με το Μπούρτζι. Αποφάσισα, χωρίς δεύτερη σκέψη, να περπατήσω προς τα εκεί. Όλοι οι δρόμοι και τα καταστήματα ήταν άδεια αλλά το κάστρο, επιβλητικό και αγέρωχο, σαν να με προσκαλούσε κοντά του. Λίγο η ερημιά, λίγο που από παιδί το κάστρο της Μεθώνης ήταν πάντα στη φαντασία μου τόπος παραμυθιού και ιστορίας, ένιωσα πως, αν έκλεινα τα μάτια, θα μπορούσα να ακούσω μουσικές, άλογα και άμαξες να περνούν από τα πετρόκτιστα σοκάκια του και φωνές ξένες μα και γνώριμες να αντηχούν στα ντουβάρια του. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και το κάστρο ολοφώτεινο.
Διέσχισα τη γέφυρα με τα 14 τόξα, πάνω από την τάφρο που τώρα καλυπτόταν από καταπράσινη βλάστηση, ενώ άλλοτε το νερό της θάλασσας ούρλιαζε από κάτω της. Ένιωσα δέος πατώντας στις ίδιες πέτρες που άλλοτε πάταγαν Ενετοί, Οθωμανοί, Έλληνες και Αιγύπτιοι εκατοντάδες χρόνια πριν. Άραγε, σκέφτηκα, φαντάζονταν ποτέ ένα μέλλον σαν το σημερινό οι άνθρωποι εκείνοι; Αμέτρητοι στρατιώτες πάνοπλοι θα με είχαν αποτρέψει από το να μπω στην είσοδο του κάστρου με το που θα πατούσα το πόδι μου στη γέφυρα. Τώρα ένας μικρός αόρατος ιός μπορεί και κάνει το ίδιο… Το κάστρο ήταν φυσικά κλειστό για τους επισκέπτες λόγω της καραντίνας.
Δεν πτοήθηκα. Το τοπίο με τραβούσε σαν μαγνήτης. Ακολούθησα το ένστικτό μου και κατευθύνθηκα προς την παραλία. Προς εκείνο το σημείο που η τάφρος ενωνόταν με τη θάλασσα κάποτε. Συνάντησα το ταβερνάκι που τρώγαμε παλιά με τους γονείς μου, δίπλα στο κύμα. Έστεκε εκεί ακόμα, εγκαταλελειμμένο τώρα, αλλά μαρτυρούσε εποχές ευωχίας και χαράς, όπως άλλωστε και το κάστρο πίσω του. Συνέχισα κατά μήκος των τειχών και οδηγήθηκα σε ένα μικρό λιμανάκι με ψαρόβαρκες. Το φως του ηλίου λαμπύριζε πάνω στη γαλήνια θάλασσα και το θέαμα ήταν εκπληκτικό και αισθαντικό.
Περπάτησα στη μικρή αποβάθρα ως μέσα στον γιαλό και, καθώς γύριζα πίσω να επιστρέψω, την είδα. Μια είσοδος μικρή για το κάστρο. Έμοιαζε κλειδωμένη αλλά πλησιάζοντας διαπίστωσα ότι οι αλυσίδες της δεν ήταν δεμένες και έτσι μπορούσα εύκολα να περάσω. Σε δευτερόλεπτα και χωρίς να το σκεφτώ βρέθηκα μέσα στο κάστρο. Η βλάστηση ήταν καταπράσινη και ολοζώντανη, σχεδόν αποπνικτική. Ένα αεράκι φύσηξε και η βλάστηση θρόισε σαν τρομαγμένη με την ξένη παρουσία. Συνέχισα τρέχοντας με έξαψη προς τον κεντρικό δρόμο του κάστρου. Είχα ξαναβρεθεί στο εσωτερικό του κάστρου και έτσι ήξερα ακριβώς που έπρεπε να πάω. Όταν έφτασα στη μέση της καστροπολιτείας, κοντοστάθηκα.
Ποτέ άλλοτε δεν το είχα δει τόσο μόνο, έρημο από τουρίστες, από σκουπίδια, από ανθρώπινη παρουσία. Τόσο όμορφο, ποτέ. Το θαύμασα. Ένιωσα τυχερή που ήμουν μέσα και που το κάστρο με αγκάλιαζε. Ήξερε από κατακτητές και εχθρούς, μα σίγουρα ένιωσε ότι εγώ, η ασήμαντη, ήμουν σύμμαχος. Με ξενάγησε στις αψίδες και στο μπούρτζι του.
Το μπούρτζι ήταν η ψυχή του. «Φυλακισμένη» φυλακή αλλά ελεύθερη στο πέλαγος. Μόνο του στεκόταν και φοβέριζε τους παλιούς παραβάτες τους έγκλειστούς του. Τότε κατάλαβα πως και εγώ ήμουν ένας από αυτούς και έπρεπε να υποστώ την ποινή. Το μπούρτζι με σαγήνευσε με την ομορφιά του, σαν να ήξερε το σφάλμα μου και να με καλούσε για την αναπόφευκτη τιμωρία. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια και βρέθηκα εντός του. Η θέα από τα μικρά παράθυρα, που άλλοτε χρησίμευαν για θέσεις κανονιών, ήταν μοναδική. Τα κύματα της θάλασσας έσκαγαν πάνω στις πέτρες του τείχους της φυλακής και η αλμύρα της θάλασσας έφτανε μέχρι τα πάνω επίπεδα του κτηρίου. Με κατέκλυσε η μαγική δύναμη της θάλασσας για ακόμη μια φορά και τρόμαξα. Η θάλασσα πολιορκούσε το κάστρο από τη στιγμή της δημιουργίας του και οι «ζημιές» που του είχε επιφέρει με τον καιρό, ήταν φανερές. Χωρίς την ανθρώπινη παρουσία τώρα, που το είχε τραυματίσει σε μεγαλύτερο βαθμό, το κάστρο έμοιαζε με την αρωγή της ερημιάς, να επουλώνει τις πληγές του.
Όποιος βρεθεί για λίγο μέσα στο έρημο κάστρο συνειδητοποιεί την ανυπολόγιστη αξία της μοναχικότητας. Η συντροφιά είναι πάντα όμορφη, αλλά μερικές φορές έχει κατακτητικές διαθέσεις, αποσπά. Θέλει να μας αλλάξει. Όταν όλοι βγουν από το κάδρο και μένει το φυσικό τοπίο, φαντάζει αυθεντικό. Η αυθεντικότητα κρύβει πάντα την ομορφιά. Μπροστά σε αυτήν την ομορφιά κανείς στοχάζεται, κανείς ενδοσκοπεί, προσεγγίζει αξίες πραγματικές.
Το ζαχαροπλαστείο και η τούρτα των γενεθλίων μου με περίμεναν. Το ταξίδι μου είχε τελειώσει.
Θερμές ευχαριστίες στο κάστρο που μου έδωσε το ταξίδι. Επιστρέφοντας μου ήρθε στον νου ο ποιητής.
Ο Πόρφυρας
«Φιλώ τα χέρια μ’ και γλυκά το στήθος μ’ αγκαλιάζω.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση;»
Φύση, χαμόγελ’ άστραψες κι εγίνηκες δική του·
Ελπίδα, τόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις·
Νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Γύρου κοιτά να τον ιδεί…….
Κοντά ‘ναι κει στον νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου.
Κι αλιά! μακριά ‘ναι το σπαθί, μακριά ‘ναι το τουφέκι!
Αλλ’ όπως έσχισ’ εύκολα βάθος τρανό κι εβγήκε.
Κι όρμησε…..
Κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
Κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
Κατά τη μεγαλόψυχη γλυκιά πνοή της νιότης.
Έτσι κι ο νιος…..
Της φύσης από τις όμορφες και δυνατές αγκάλες,
Οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,-
Κι ευθύς ξυπνά στ’ ελεύθερο γυμνό κορμί π’ αστράφτει,
Την τέχνη του κολυμπιστή μ’ αυτήν του πολεμάρχου.
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει·
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του·
Οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.
………………………………………………………..
Απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
Όμορφε ξένε και καλέ, και στον ανθό της νιότης,
Άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.»
(Απόσπασμα από το ποίημα «Ο Πόρφυρας» του Διονυσίου Σολωμού, από το βιβλίο της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας της Α’ Λυκείου)
Ηλ. Ταχ.: [email protected]
Μαρία Γάλλου
Φοιτήτρια του τμήματος Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε., Ε.Κ.Π.Α.