Αγόρια και κορίτσια στο ίδιο σχολείο, η μακρά ιστορία προς την ισότητα στην εκπαίδευση
Σύνταξη άρθρου: Ιωάννα Ασυλογιστάκη
Επιμέλεια άρθρου: Κωνσταντίνος Ουρανός
Όπως και σε όλα τα ζώα, υπάρχει και στους ανθρώπους ένας βιολογικός διαχωρισμός, το αρσενικό και θηλυκό γένος, με σκοπό τη διαιώνιση του είδους. Δυστυχώς όμως, πάνω σε αυτό το βιολογικό διαχωρισμό έχει οικοδομηθεί, από αρχαιοτάτων χρόνων, ένας «πύργος» διαφοροποιήσεων, διακρίσεων και ανισοτήτων κοινωνικού χαρακτήρα, που οδήγησαν στην πεποίθηση για την ανωτερότητα του ενός φύλου και στην κατωτερότητα του άλλου. Αν και έχουμε προοδεύσει πολύ επί του θέματος, η δυσάρεστη αυτή «κληρονομιά» δεν έχει εξαφανιστεί τελείως και μας ακολουθεί μέχρι και τον 21ο αιώνα σε διάφορες πτυχές της ζωής μας, χαρακτηριστικά στον επαγγελματικό τομέα. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με την ιστορία διαχωρισμού και μετέπειτα συνύπαρξης των δύο φύλων στην ελληνική εκπαίδευση.
Ιστορική αναδρομή
Αν και πλέον η πρόσβαση στις εκπαιδευτικές βαθμίδες είναι ελεύθερη, δεν ήταν πάντα έτσι για το γυναικείο φύλο. Αυτό που σήμερα βλέπουμε απλά και φυσικά ως αυτονόητο δικαίωμα, πριν μερικές δεκαετίες ήταν προνόμιο· και χρειάστηκαν χρόνια αγώνων για να κατακτηθεί ως ανθρώπινο δικαίωμα.
Τον 19ο αιώνα η ελληνική κοινωνία είχε ικανή τη γυναίκα να εργάζεται κυρίως μέσα στο σπίτι ως νοικοκυρά και μητέρα, και όταν οι κοινωνικοοικονομικές ανάγκες το επέβαλαν και έξω από αυτό. Αλλά δεν θεωρούταν αρκετά ευφυής, για να μορφωθεί. Από την άλλη, ακόμα και αν μορφωνόταν, ο κόσμος το θεωρούσε πολυτέλεια ή και σπατάλη, καθώς δεν θα «χρησίμευε» σε κάποια που θα περνούσε ουσιαστικά όλη της τη ζωή στο σπίτι ή στις κοινωνικές υποχρεώσεις και συναναστροφές.
Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση
Το δικαίωμα των κοριτσιών να συµµετέχουν στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση κατοχυρώνεται νομοθετικά με το διάταγμα του Καποδίστρια, του 1834. Σύμφωνα με αυτό μπορούν τα κορίτσια να φοιτούν με τα αγόρια μόνο εάν δεν υπάρχουν σχολεία θηλέων. Καταργείται όμως και απαγορεύεται η συµφοίτηση με εγκύκλιο του 1852 σε όλα τα δημόσια και ιδιωτικά διδακτήρια. Το δε είδος της εκπαίδευσης είναι διαφορετικό για τα δύο φύλα και τα ποσοστά φοίτησης των κοριτσιών παραμένουν μικρά. Στις περιπτώσεις που κορίτσια και αγόρια ήταν στο ίδιο σχολείο (πιο συνηθισμένο φαινόμενο στην επαρχία), δεν ήταν κατ’ ανάγκη στις ίδιες αίθουσες ή, ακόμα και αν ήταν στις ίδιες αίθουσες, τοποθετούνταν σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους μακριά από τα αγόρια. Ακόμα και στα διαλείμματα, τα κορίτσια και τα αγόρια έπαιζαν σε ξεχωριστούς χώρους της σχολικής αυλής.
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Από την άλλη, δεν υπήρχε δημόσια ∆ευτεροβάθµια Εκπαίδευση για τις γυναίκες, παρά τις κατά καιρούς προτάσεις, και ο θεσμός της συνεκπαίδευσης ήταν ανύπαρκτος. Η μόνη διέξοδος ήταν τα ιδιωτικά Παρθεναγωγεία. Αν και ήταν μια αρχή, τα ακριβά δίδακτρα των Παρθεναγωγείων καθιστούν τη ∆ευτεροβάθµια Εκπαίδευση προσιτή σε µικρό µόνο αριθμό κοριτσιών, της μεσαίας τάξης και της αριστοκρατίας. Τα κορίτσια εντάχθηκαν στη δημόσια ∆ευτεροβάθµια Εκπαίδευση με παράδοξο τρόπο στις αρχές του 20ου αιώνα, καθώς πολλές µαθήτριες έγιναν δεκτές από προοδευτικούς εκπαιδευτικούς και γράφτηκαν στα σχολεία των αγοριών χωρίς το Υπουργείο Παιδείας να έχει θεσμοθετήσει κάποιον νόμο ή εγκύκλιο που θα επέτρεπε τη συµµετοχή τους σε αυτά, επιδεικνύοντας όμως μία άτυπη ανοχή. Η συνεχής αύξηση του φαινομένου παραταύτα οδήγησε το κράτος στο να «βάλει φρένο» ιδρύοντας τα πρώτα δημόσια Ελληνικά Σχολεία και Γυμνάσια Θηλέων το 1917 και απαγορεύοντας στις νέες να εγγράφονται στα σχολεία αρρένων, εφόσον υπήρχε εναλλακτική λύση. Γενικά, με την είσοδο στον 20ο αιώνα το θέμα της εκπαίδευσης των κοριτσιών και συγκεκριμένα της συνεκπαίδευσής τους με τα αγόρια προκαλεί προβληματισμούς και έντονες συζητήσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και σε προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Πότε έγινε η μείξη
Από τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους υπήρχε ανεπίσημα μεικτή εκπαίδευση, καθώς σε πολλά σχολεία αρρένων φοιτούσαν και κορίτσια, λόγω μη οικονομικής δυνατότητας να ιδρυθούν και να συντηρηθούν χωριστά σχολεία και απουσίας επαρκών εκπαιδευμένων διδασκαλισσών, για να τα επανδρώσουν.
Οι διεθνείς διχασμένες απόψεις, ενδοιασμοί και επιφυλάξεις των εκπαιδευτικών για τον θεσμό της συνεκπαίδευσης επηρέασαν την πολιτική βούληση, η οποία προχώρησε στην πρώτη επίσημη μείξη μόλις το 1929 με καθολική μεικτή φοίτηση σε όλα τα σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, τόσο για εκπαιδευτικούς όσο και οικονομικούς λόγους. Μετά τις νομοθετικές ρυθμίσεις του 1929, όλα τα Διδασκαλεία Δημοτικής Εκπαίδευσης λειτουργούν πλέον ως μεικτά.
Η ∆ευτεροβάθµια Εκπαίδευση θα έπρεπε να περιμένει. H Πολιτεία ήταν επιφυλακτική ως προς την ωριμότητα της ελληνικής κοινωνίας να δεχτεί ένα τέτοιο βήμα μπροστά. Μετά τη μεταπολίτευση, και στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης 1976-79, το θέμα της μεικτής φοίτησης επανέρχεται στο προσκήνιο, αν και η πλειοψηφία των γονέων τάσσεται αρνητικά. Παρόλ’ αυτά η σχολική χρονιά 1979-80 αρχίζει με μεικτή φοίτηση στα σχολεία ∆ευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης, εφόσον Γυμνάσια και Λύκεια δήλωναν ότι μπορούσαν και ήθελαν να γίνουν μεικτά, αλλά και με την ίδρυση νέων μεικτών σχολείων.
Ουσιαστικά όμως, πανελλήνια και οριστική εφαρμογή της συνεκπαίδευσης αγοριών και κοριτσιών, Πρωτοβάθµιας και ∆ευτεροβάθµιας, έχουμε με τον Ν. 1566, το 1985.
Στόχος της εκπαίδευσης των κοριτσιών
Στα σχολεία θηλέων του 19ου αιώνα τα μαθήματα διδάσκονταν με απλούστερο τρόπο απ’ ότι στα σχολεία αρρένων. Αν και το αναλυτικό πρόγραμμά τους περιλάμβανε ανάγνωση, γραφή και αριθμητική (όπως των αγοριών), διδάσκονταν και «γυναικείες τέχνες». Δεν έκαναν γεωμετρία και φυσική και το μάθημα της γυμναστικής είχε αντικατασταθεί µε τη ραπτική και το εργόχειρο. Επίσης, βάσει νόμου, μάθαιναν πλέξιμο, μαγείρεμα και οικιακή οικονομία. Στην ουσία τα κορίτσια δεν μορφώνονταν ως αυριανοί πολίτες παρά προετοιμάζονταν για τον ρόλο που περίμενε από αυτά η κοινωνία, της συζύγου και μητέρας. Το εκπαιδευτικό σύστημα, λοιπόν, στόχευε στον εγγραμματισμό κυρίως των ανδρών, ως μελλοντικών πολιτών και επαγγελματιών.
Οι ίδιες διακρίσεις ίσχυαν και στη ∆ευτεροβάθµια Εκπαίδευση, που διαμορφώθηκε ιδιωτικά από την Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Πάλι διαφοροποιημένη από την αντίστοιχη εκπαίδευση των αγοριών, υποβαθμισμένη ως προς το περιεχόμενο σπουδών και φυσικά κινούμενη στα γνωστά κοινωνικά πλαίσια ως προς τον προορισμό της γυναίκας. Κατά καιρούς παρατηρούνται διαφοροποιήσεις από το αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων αρρένων, όπως κατάργηση της Άλγεβρας, μειωμένες ώρες Μαθηματικών και ξεχωριστή Γυμναστική. Επίσης, στα παρθεναγωγεία η φοίτηση ήταν 3 με 4 χρόνια, αντί επτά για την απόκτηση απολυτηρίου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των αρρένων, και πολλές ώρες αφιερώνονταν στην εκπαίδευση «εις τα του οίκου» και σε άλλα «διακοσμητικά» μαθήματα, προκειμένου οι νεαρές να μπουν με προοπτικές στην «αγορά γάμου». Ακόμα και τον 20ο αιώνα, τα Γυμνάσια Θηλέων ακολουθούσαν ειδικό πρόγραμμα, το οποίο αν και δε μείωνε τη γενική μόρφωση των κοριτσιών (αφού το 1929 καθιερώθηκε ένα κοινό αναλυτικό πρόγραμμα εξάχρονης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για κορίτσια και αγόρια, που θα εφαρμοζόταν στα αντίστοιχα Γυμνάσια), παρόλ’ αυτά συμπεριλάμβανε και μαθήματα «ταιριαστά στη γυναικεία φύση και τον προορισμό της γυναίκας». Το μάθημα των οικοκυρικών διατηρήθηκε αφενός και αφετέρου δεν υπήρχε «Πρακτικό» τμήμα (θετική κατεύθυνση δηλαδή) στα Γυμνάσια Θηλέων.
Φυσικά, για πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ούτε λόγος τον 19ο αιώνα, ενώ τον 20ο αρχίζει δειλά-δειλά. Το μοναδικό ίσως κοινωνικά αποδεκτό επάγγελμα για μια γυναίκα της εποχής ήταν της νοσοκόμας και της δασκάλας. Όσον αφορά στις «διδασκάλισσες» την εκπαίδευσή τους αναλαμβάνει πάλι η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία με το ∆ιδασκαλείο της. Μόλις το 1914 ιδρύθηκε το πρώτο δημόσιο Διδασκαλείο Θηλέων και άρχισαν οι εγγραφές σπουδαστριών στων αρρένων. Επίσης, το 1918 κατοχυρώθηκαν και οι «Πρακτικές Σχολές Θηλέων», για τις κοπέλες που ήθελαν να «ξεφύγουν» από την κλασσική εκπαίδευση και να αναζητήσουν άλλο επάγγελμα πέραν της δασκάλας. Το 1933 έχουμε την ίδρυση των Παιδαγωγικών Ακαδημιών, οι οποίες διαδέχτηκαν τα Διδασκαλεία, και τον περιορισμό των εισαγομένων γυναικών. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1937, απαγορεύθηκε η συμφοίτηση και δημιουργήθηκαν ξεχωριστά τμήματα, κατάσταση η οποία θα παραμείνει έτσι για πάνω από 15 χρόνια.
Επίλογος
Ο θεσμός της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων έγινε σιγά-σιγά πραγματικότητα με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη της κοινωνίας, αφού συνδέεται άμεσα με κοινωνικά, οικονομικά, πολιτιστικά και ηθικά ζητήματα. Ενώ κατά τον 19ο αιώνα, με τις τότε αρχές και αξίες, η συνεκπαίδευση λειτουργούσε κατά περιόδους, υπό προϋποθέσεις και μόνον από ανάγκη στις περιοχές που η Πολιτεία δεν μπορεί να ιδρύσει χωριστό δημοτικό σχολείο για κάθε φύλο, στις αρχές του 20ου καθιερώνεται στα σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και τα Διδασκαλεία. Η κατάσταση στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι πιο περίπλοκη, με μεικτά σχολεία στην επαρχία και αμιγή στις πόλεις. Η συνεκπαίδευση κατοχυρώνεται επίσημα μόλις το 1985. Από τότε καταργήθηκαν οι φραγμοί στην εισαγωγή γυναικών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, η σχολική ενδυμασία των κοριτσιών (μπλε ποδιά με άσπρο γιακά), τα «γυναικεία» χειροτεχνήματα και ο αποκλεισμός των κοριτσιών από τα πρότυπα δευτεροβάθμια σχολεία, που προηγουμένως προορίζονταν μόνο για αγόρια. Με λίγα λόγια, σήμερα, τουλάχιστον νομικά και τυπικά, δεν υφίσταται καμία διάκριση και κανένας αποκλεισμός της γυναίκας από το ανθρώπινο δικαίωμα στη μόρφωση.
Πηγές
Η ανισότητα των δύο φύλων στην εκπαίδευση, Ηλίας Θεοδώρου και Ευστράτιος Κουτλής
Η εκπαίδευση των κοριτσιών άλλοτε και σήμερα, στην Ελλάδα και αλλού, Δημοκρατία και Εκπαίδευση
Ηλ. Ταχ.: [email protected]
Κωνσταντίνος Ουρανός
Δάσκαλος
Ιωάννα Ασυλογιστάκη
Δασκάλα
Τάσσος Κυρίκος
Μαθηματικός