Σύνταξη άρθρου: Κωνσταντίνος Ουρανός

Επιμέλεια άρθρου: Περίανδρος Καράλης

Στο παρόν μας άρθρο θα αναφερθούμε, περιηγηθούμε, περιγράψουμε, κατοπτεύσουμε  ένα πλούσιο «λιβάδι» συνωνύμων, τα οποία αφορούν στα ρήματα της όρασης, τη διάθεση των ρημάτων αυτών, τις χρήσεις και τις προσλήψεις της πράξης του ρήματος βλέπω.

Ο πλούτος των συνωνύμων αυτών είναι εξαιρετικά μεγάλος. Θα παραθέσουμε στον αναγνώστη μας ένα πλήθος από αυτά. Ας έχει στον νου του ότι πιθανόν να υπάρχει κάποιο ή κάποια άλλα ρήματα επιπλέον, τα οποία διαφεύγουν του παρόντος άρθρου μεν, η τυχόν ανακάλυψή τους δε να αποδεικνύει περαιτέρω τον πλούτο των συνωνύμων της ελληνικής γλώσσας.

Παραθέτουμε το ρήμα βλέπω και τα συνώνυμά του:

  • βλέπω: αντιλαμβάνομαι (κάποιον/κάτι) μέσω της όρασης. Διαθέτω όραση ή ορατότητα,
  • κοιτάζω: στρέφω το βλέμμα μου προς κάποια κατεύθυνση με συνειδητό σκοπό να εντοπίσω κάποιον ή κάποιο αντικείμενο. Συγκεκριμένα, δεσμεύω το βλέμμα μου σε κάποια κατεύθυνση – κοίτη, εξού και κοιτάζω
  • αντικρίζω: έρχομαι σε οπτική επαφή με κάποιον/κάτι απέναντί μου
  • κατοπτεύω: εξετάζω από ψηλά, παρακολουθώ με προσοχή
  • θωρώ: αντιλαμβάνομαι την παρουσία κάποιου και αναγνωρίζω την ταυτότητά του (το τι είναι). Σε πολλά μέρη της Ελλάδας η σημασία του ταυτίζεται με το ρήμα βλέπω και χρησιμοποιείται αντί για αυτό
  • παρατηρώ: κοιτάζω εξεταστικά, πληροφορούμαι από την εικόνα
  • χαζεύω: περνώ τον καιρό μου κοιτάζοντας ασήμαντα πλην ευχάριστα πράγματα. Βλέπω ή παρατηρώ (κάποιον/κάτι) απορροφημένος
  • περιεργάζομαι: κοιτάζω προσεκτικά και εξακολουθητικά κάποιον ή κάτι για να το(ν) γνωρίσω καλά
  • παρακολουθώ: ακολουθώ τις κινήσεις κάποιου κινώντας το βλέμμα μου. Δεν χάνω από το βλέμμα μου κάποιον ή κάτι
  • ατενίζω: κρατώ το βλέμμα – προσοχή μου κάπου
  • αγναντεύω: παρατηρώ από ψηλά ή από μακριά
  • εξετάζω: περιεργάζομαι
  • διακρίνω: ξεχωρίζω και αναγνωρίζω ανάμεσα σε άλλα
  • σκοπώ: σημαδεύω με το βλέμμα
  • προσηλώνομαι: κρατώ το βλέμμα σταθερό κάπου
  • θεάζομαι: στρέφω το βλέμμα μου προς κάποια θέα.

Προσθέτουμε και την ομάδα των συνωνύμων του βλέπω, τα οποία ανήκουν σε μία πιο δημώδη γλώσσα:

  • τηράω/τηρώ: λαϊκή απόδοση του ρήματος παρατηρώ
  • βιγλίζω: εποπτεύω με το βλέμμα τη γύρω περιοχή (βίγλα είναι το παρατηρητήριο)
  • ξανοίγω: μεγαλώνω το οπτικό μου πεδίο (στην Κρήτη χρησιμοποιείται όπως το βλέπω).

Τέλος υπάρχει η κατηγορία εκείνη των συνωνύμων του βλέπω, η οποία είναι ξένες λέξεις που μπήκαν στη γλώσσα μας τα τελευταία χρόνια:

  • κιαλάρω: παρατηρώ κάποιον ή κάτι που παρουσιάζει για μένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον
  • φερμάρω: προσηλώνω το βλέμμα
  • σκανάρω: σαρώνω με το βλέμμα, κοιτάζω εξονυχιστικά, από την κορυφή ως τα νύχια
  • γλέπω: (η απόδοση του βλέπω στη δημοτική γλώσσα)

Θα πρέπει να σημειωθεί πως υπάρχουν και άλλα ρήματα συνώνυμα του βλέπω (π.χ. λοξοκοιτάζω κ.ά.), τα οποία όμως δεν αφορούν στη διαδικασία της όρασης, αλλά στο ύφος και στον τρόπο αυτού που κοιτάζει.

Η χρήση του βλέπω και των συνωνύμων του υπερβαίνει κατά πολύ τη διαδικασία της όρασης, μια και χρησιμοποιούνται με ευρύτητα στις μεταφορές (π.χ. βλέπω τις συμφορές να έρχονται), στη διαδικασία του στοχασμού (π.χ. οραματίζομαι ένα καλύτερο αύριο) και στη διευθέτηση της χωροταξίας (π.χ. το μπαλκόνι μας βλέπει θάλασσα). Φυσικά, αν εμβαθύνει κανείς στα ορύγματα που ανοίγει αυτή η ομάδα συνωνύμων προχωρά πολύ βαθύτερα στη γλώσσα μας και στην κουλτούρα της.

 

Πηγές

Γ. Μπαμπινιώτης, 2012. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Κέντρο Λεξιλογίας

Πέτρος Βλαστός, 1991. Συνώνυμα και συγγενικά της ελληνικής γλώσσας,  Τόμος Α’. Επικαιρότητα

 

 

Ηλ. Ταχ. : [email protected]

Παρασκευή Σιδεράτου

Δασκάλα – Γλωσσοπαιδαγωγός